ὀξοπώλης

ὀξοπώλης
ὀξο-πώλης, ου, ,
A vinegar-merchant, Poll.7.198, Lib.Or.29.30.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οξοπώλης — ὀξοπώλης, ὁ (Α) ξιδέμπορος, ξιδάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ὀξοπῶλαι — ὀξοπώλης vinegar merchant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξοπώλου — ὀξοπώλης vinegar merchant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”